υδροθεραπευτικός

υδροθεραπευτικός
-ή, -ό
1. που έχει σχέση με την υδροθεραπεία (βλ. λ.): Υδροθεραπευτική μέθοδος.
2. το θηλ. ως ουσ., υδροθεραπευτική κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την έρευνα και εφαρμογή των υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροθεραπευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροθεραπεία («υδροθεραπευτική μέθοδος») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροθεραπευτική ιατρ. κλάδος τής ιατρικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εφαρμογή τών υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”